- ἐπέρραφεν
- ἐπιρράπτωsewplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἐπιρράπτωsewperf ind act 3rd sgἐπιρράπτωsewaor ind pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω … Dictionary of Greek